λεσβιακός

λεσβιακός
-ή, -ό
1. αυτός που σχετίζεται με τη Λέσβο.
2. αυτός που έχει σχέση με το λεσβιασμό, τον έρωτα ανάμεσα σε γυναίκες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λεσβιακός — ή, ό (Α λεσβιακός, ή, όν) [Λέσβιος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λέσβο ή στους Λεσβίους (α. «λεσβιακή διάλεκτος» β. «λεσβιακός έρωτας»). επίρρ... λεσβιακώς με τρόπο όμοιο με τον τρόπο τών Λεσβίων …   Dictionary of Greek

  • ανδρόγυνος — η, ο (AM ἀνδρόγυνος ον) κοινός στους άνδρες και στις γυναίκες («ανδρόγυνα λουτρά») νεοελλ. αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο ανδρόγυνος ανδρόγυνης αρχ. (σχετικά με γυναίκες) λεσβιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + γυνος (< γυνή)] …   Dictionary of Greek

  • λεσβιασμός — ο [λεσβιάζω] ο λεσβιακός έρωτας, η ομοφυλοφιλία ανάμεσα σε γυναίκες, τριβαδισμός …   Dictionary of Greek

  • ον- — ὀν (Α) (λεσβιακός, θεσσαλικός, αρκαδοκυπριακός τ.) βλ. ανα …   Dictionary of Greek

  • προώλης — ες / προώλης, ῶλες, ΝΑ, και λεσβιακός τ. πρωώλης, ῶλες, Α φρ. «εξώλης και προώλης» ολωσδιόλου διεφθαρμένος στην ψυχή και στο σώμα αρχ. τελείως κατεστραμμένος, αφανισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ώλης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), με έκταση λόγω… …   Dictionary of Greek

  • υπέρ — ὑπέρ, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπείρ και λεσβιακός τ. ἴπερ και παμφυλιακός τ. ὐπάρ και αρκαδ. τ. ὁπέρ και βοιωτ. τ. οὗπερ, Α (δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και δοτ.) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”